- άσκεπος
- -η, -ο (AM ἄσκεπος, -ον)1. ο ακάλυπτος2. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι τουαρχ.ο απροστάτευτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄσκεπος — not covering masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκέπως — ἄσκεπος not covering adverbial ἄσκεπος not covering masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσκεπον — ἄσκεπος not covering masc/fem acc sg ἄσκεπος not covering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκέπους — ἄσκεπος not covering masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκέπῳ — ἄσκεπος not covering masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκέπαστος — η, ο επίρρ. α και άσκεπος, η, ο ακάλυπτος, αστέγαστος: Έμεινα ασκέπαστος τη νύχτα και κρύωσα. – Έχουν ακόμη το σπίτι ασκέπαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)